διφωνία

διφωνία
η двухголосное пение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "διφωνία" в других словарях:

  • διφωνία — η 1. η ιδιότητα τού δίφωνου* 2. μουσ. η εκτέλεση τραγουδιού με δύο φωνές, διωδία, ντουέτο …   Dictionary of Greek

  • διφωνία — η η εκτέλεση ενός τραγουδιού με δύο φωνές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ντουέτο — το άκλ. 1. τραγούδι για δύο φωνές, διωδία, διφωνία 2. σύνολο από δύο άτομα που τραγουδούν ή εκτελούν μαζί μια μουσική σύνθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. duetto «διωδία» < ιταλ. duo < λατ. duo «δύο»] …   Dictionary of Greek

  • ντουέτο — το (λ. ιταλ.), διωδία, διφωνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»